διαβαίνω

διαβαίνω
(AM διαβαίνω)
Ι. (μτθ. με αιτ.)
1. περνώ από κάποιον τόπο, διασχίζω
2. περνώ από το ένα μέρος στο άλλο
3. φρ. «διέβη τον Ρουβίκωνα» — με αποφασιστικότητα επιχείρησε κάτι παράτολμο
II. (αμτβ.)
1. διέρχομαι, κυλώ, περνώ
2. παρέρχομαι, περνώ, παύω να υπάρχω
νεοελλ.
1. (για ποσό ή ηλικία) υπερβαίνω, ξεπερνώ
2. στρ. διάβαινε
εντολή φρουρού που επιτρέπει τη διάβαση σε διερχόμενο άτομο
αρχ.
1. διασκελίζω
2. (απολύτως, κατά παράλειψη τού θάλασσαν ή ποταμόν) διέρχομαι, περνώ
3. ιππεύω.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • διαβαίνω — stride pres subj act 1st sg διαβαίνω stride pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαβαίνω — διαβαίνω, διάβηκα, (να διαβώ) βλ. πίν. 92 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • διαβαίνω — διάβηκα 1. μτβ., περνώ κάτι, περνώ από έναν τόπο, πηγαίνω από το ένα μέρος στο άλλο: Διαβαίνω καθημερινά τη γέφυρα του ποταμού για να φτάσω στο σχολείο. 2. αμτβ., περνώ, κυλώ και παρέρχομαι: Οι ευτυχισμένες ώρες διαβαίνουν πολύ γρήγορα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • διαβαίνετε — διαβαίνω stride pres imperat act 2nd pl διαβαίνω stride pres ind act 2nd pl διαβαίνω stride imperf ind act 2nd pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαβαίνῃ — διαβαίνω stride pres subj mp 2nd sg διαβαίνω stride pres ind mp 2nd sg διαβαίνω stride pres subj act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαβήσῃ — διαβαίνω stride aor subj act 3rd sg διαβαίνω stride aor subj mid 2nd sg (epic) διαβαίνω stride fut ind mid 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αλαφροδιαβαίνω — διαβαίνω με ελαφρό βήμα (για πτηνά, με ελαφρό πέταγμα για τον άνεμο, με ελαφριά πνοή). [ΕΤΥΜΟΛ. < αλαφρο * + διαβαίνω] …   Dictionary of Greek

  • διαβαινόντων — διαβαίνω stride pres part act masc/neut gen pl διαβαίνω stride pres imperat act 3rd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαβαῖνον — διαβαίνω stride pres part act masc voc sg διαβαίνω stride pres part act neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαβαίητε — διαβαίνω stride aor opt act 2nd pl διαβαίνω stride aor subj act 2nd pl (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”