- διαβαίνω
- (AM διαβαίνω)Ι. (μτθ. με αιτ.)1. περνώ από κάποιον τόπο, διασχίζω2. περνώ από το ένα μέρος στο άλλο3. φρ. «διέβη τον Ρουβίκωνα» — με αποφασιστικότητα επιχείρησε κάτι παράτολμοII. (αμτβ.)1. διέρχομαι, κυλώ, περνώ2. παρέρχομαι, περνώ, παύω να υπάρχωνεοελλ.1. (για ποσό ή ηλικία) υπερβαίνω, ξεπερνώ2. στρ. διάβαινεεντολή φρουρού που επιτρέπει τη διάβαση σε διερχόμενο άτομοαρχ.1. διασκελίζω2. (απολύτως, κατά παράλειψη τού θάλασσαν ή ποταμόν) διέρχομαι, περνώ3. ιππεύω.
Dictionary of Greek. 2013.